- τσαμπουνάω
- τσαμπουνάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ) βλ. πίν. 58
(μόνο στον ενεστ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τσαμπουνάω — βλ. τσαμπουνώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαμπουνώ — και τσαμπουνάω τσαμπούνησα 1. αμτβ., παίζω τσαμπούνα (βλ. λ.). 2. μτφ., κλαψουρίζω, μυξοκλαίω: Τσαμπουνάνε και τα δυο και μου πήρανε τ αυτιά. 3. φλυαρώ, λέω ανοησίες: Τι τσαμπουνάς τόση ώρα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)